- κατεγχαίνω
- κατ-εγ-χαίνω, mit offenem Munde verhöhnen, verlachen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεγχαίνω — (Α) περιγελώ κάποιον, χάσκοντας, δηλ. με ανοιχτό στόμα («κατεγχάνοι ταῑς ἐμαῑς τύχαισιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *ἐγ χαίνω «χάσκω» (υποχωρητικός σχηματισμός < εγχαν εῖν απρμφ. αορ. τού ρ. ἐγ χάσκω, κατά το σχήμα μαρανεῖν:… … Dictionary of Greek